εὔκλειστος

εὔκλειστος
εὔκλειστος
well-shut
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εύκλειστος — εὔκλειστος, ον (ΑΜ) αυτός που κλείνει ή είναι κλεισμένος καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλειστός (< κλείω)] …   Dictionary of Greek

  • εὔκλειστοι — εὔκλειστος well shut masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εϋκλήις — ἐϋκλήϊς, ῑδος, ἡ (Α) (επικ. τ. τού θηλ. εύκλειστος) η κλεισμένη καλά («θύρη... ἐϋκλήϊς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κληΐς, επικ. τ. τού κλεις «σύρτης, αμπάρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”